ψαραγκάθι

ψαραγκάθι
και ψαράγκαθο, το, Ν
το ψαροκόκαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγκάθι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαραγκάθι — ψαραγκάθι, το και ψαράγκαθο, το ψαροκόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαράγκαθο — το, Ν βλ. ψαραγκάθι …   Dictionary of Greek

  • ψαροκόκαλο — το, Ν 1. αγκάθι ψαριού, ψαραγκάθι 2. (γενικά) ραχοκοκαλιά ψαριού 3. μτφ. είδος βελονιάς ή είδος ύφανσης που μοιάζει με σκελετό ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόκκαλο] …   Dictionary of Greek

  • ψαροκόκαλο — το 1. η ραχοκοκαλιά του ψαριού, ψαραγκάθι. 2. είδος βελονιάς που μοιάζει με το σκελετό ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”